- ὁλοχρόνιος
- ὁλοχρόνιοςall the year throughmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοχρόνιος — α, ο (Α ὁλοχρόνιος, ία, ον) αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, διαρκής, συνεχής. επίρρ... ὁλοχρονίως (Μ) διαρκώς, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος] … Dictionary of Greek
ὁλοχρονίως — ὁλοχρόνιος all the year through adverbial ὁλοχρόνιος all the year through masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοχρόνιον — ὁλοχρόνιος all the year through masc acc sg ὁλοχρόνιος all the year through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοχρόνιοι — ὁλοχρόνιος all the year through masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek